Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

pass with honors


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο honor παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: pass | with | honors

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
honor (US),
honour (UK)
n
(honesty, integrity)εντιμότητα ουσ θηλ
 The community knew him as a man of honor.
 Η κοινωνία τον ήξερε ως έναν άντρα που διακρίνεται από εντιμότητα.
honor (US),
honour (UK)
n
(privilege)τιμή ουσ θηλ
 She had the honour of leading the parade.
 Είχε την τιμή να ηγείται της παρέλασης.
honor (US),
honour (UK)
n
(virtue)τιμή ουσ θηλ
  αγνότητα ουσ θηλ
 The squire would have violated the young woman's honour, had her father not returned.
 Ο ευγενής θα είχε καταστρέψει την τιμή της νεαρής κοπέλας αν δεν είχε επιστρέψει ο πατέρας της.
honor (US),
honour (UK)
n
(award)βραβείο ουσ ουδ
 The honour was conferred by the Queen.
 Το βραβείο απενεμήθη από τη Βασίλισσα.
honor (US),
honour (UK)
n
(esteem, glory)σεβασμός ουσ αρσ
 The fireman won great honor for his bravery.
 Ο πυροσβέστης κέρδισε μεγάλο σεβασμό για το θάρρος του.
honor [sb/sth] (US),
honour [sb/sth] (UK)
vtr
(show respect)τιμώ ρ μ
  (εγώ ο ίδιος)τιμώμαι ρ αμ
 The university honoured the professor because of his groundbreaking research.
 Το πανεπιστήμιο τίμησε τον καθηγητή για την πρωτοποριακή του έρευνα.
honor [sb/sth] with [sth] (US),
honour [sb/sth] with [sth] (UK)
vtr + prep
(do [sth] to show respect) (κάποιον με κάτι)τιμώ ρ μ
  (εγώ ο ίδιος)τιμώμαι ρ αμ
 She was honored with a special dinner at the school.
 Την τίμησαν με ένα δείπνο στο σχολείο.
 Τιμήθηκε με ένα δείπνο στο σχολείο.
honor [sb/sth] with [sth] (US),
honour [sb/sth] with [sth] (UK)
vtr + prep
(treat with honour) (κάποιον με κάτι)τιμώ ρ μ
  (εγώ ο ίδιος)τιμώμαι ρ αμ
 The princess honored us with her presence.
 Η πριγκίπισσα μας τίμησε με την παρουσία της.
honor [sb] by doing [sth] (US),
honour [sb] by doing [sth] (UK)
v expr
(treat with honour) (κάποιον κάνοντας κάτι)τιμώ ρ μ
  (εγώ ο ίδιος)τιμώμαι ρ αμ
 The army honoured the officer by giving him a special medal for bravery.
 Ο στρατός τίμησε τον αξιωματικό απονέμοντάς του ένα ειδικό μετάλλιο ανδρείας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
honors (US),
honours (UK)
n as adj
(harder course, degree)με διάκριση περίφρ
  αριστούχος επίθ
 To go into postgraduate research at this university, graduates need an honours qualification.
honors (US),
honours (UK)
npl
(high academic distinction)με διάκριση περίφρ
  αριστεία ουσ θηλ
 My son gained honors in his business degree.
honors (US),
honours (UK)
npl
(social courtesies)κοινωνική αβρότητα επίθ + ουσ θηλ
honors (US),
honours (UK)
npl
(military: ceremony showing respect)μη διαθέσιμη μετάφραση
honor [sth] (US),
honour [sth] (UK)
vtr
(revere)σέβομαι ρ μ
  τιμώ ρ μ
 One should honour one's national flag.
honor [sth] (US),
honour [sth] (UK)
vtr
(show courtesy)ανταποκρίνομαι ευγενικά ρ αμ + επίρ
 We hope to honour all requests for advice.
honor [sth] (US),
honour [sth] (UK)
vtr
(uphold: promise) (υπόσχεση, λόγο)τηρώ, κρατάω, κρατώ ρ μ
 Joe honoured his promise to pay for the meal.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
badge of honor (US),
badge of honour (UK)
n
(award, medal)βραβείο ουσ ουδ
  μετάλλιο ουσ ουδ
badge of honor (US),
badge of honour (UK)
n
figurative (symbol of pride)έμβλημα, σήμα ουσ ουδ
Dean's Honor List,
Dean's list
n
US (roll call of academic distinction)λίστα διακριθέντων φοιτητών περίφρ
  (όχι στην Ελλάδα)κατάλογος κοσμήτορα περίφρ
 The Dean's Honor List recognizes students who have demonstrated academic excellence in a semester.
debt of honor (US),
debt of honour (UK)
n
(moral obligation)χρέος τιμής φρ ως ουσ ουδ
guest of honor (US),
guest of honour (UK)
n
(person for whom gathering is held) (για όλα τα γένη)τιμώμενο πρόσωπο μτχ ενεστ + ουσ ουδ
 Prince Faisal was the guest of honor at today's presidential dinner.
highest honor (US),
highest honour (UK)
n
(most prestigious award)ύψιστη τιμή επίθ + ουσ θηλ
 The highest honour for an actor would be to win an Academy Award. .
honor killing (US),
honour killing (UK)
n
(murder of [sb] who disgraces family) (φόνος)έγκλημα τιμής φρ ως ουσ ουδ
Σχόλιο: The term "honor killing", although it continues to be used in the media, is increasingly considered to be offensive.
honor roll n US (list: top students)λίστα αριστούχων φρ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντιστοιχία χρήσης.
 Chris often got on the honor roll in high school.
honor society n US (student society)φοιτητικός όμιλος αριστούχων περίφρ
Honor student,
Honors student,
honor student,
honors student
n
US (academic high achiever)φοιτητής που τιμάται με διάκριση περίφρ
  (πιο γενικά)άριστος φοιτητής επίθ + ουσ αρσ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
honor system n US (promise to be honest)σύστημα που λειτουργεί με βάση την εντιμότητα των εμπλεκομένων
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
in honor of [sb] (US),
in honour of [sb] (UK)
prep
(as a tribute to [sb])προς τιμήν έκφρ
 They prepared a large banquet in honour of the King.
in honor of [sth/sb] (US),
in honour of [sth/sb] (UK)
prep
(to mark, acknowledge [sth] or [sb])προς τιμήν έκφρ
 Saigon was renamed in honour of Ho Chi Minh in 1976.
lap of honor (US),
lap of honour (UK)
n
(sport: winner's extra lap)γύρος του θριάμβου φρ ως ουσ αρσ
 The winning racer took a lap of honour around the track while the crowd cheered.
maid of honor n US (bride's main female attendant)κουμπάρα ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία λόγω διαφορών στο τελετουργικό του γάμου. Παρατίθεται η πιο κοντινή απόδοση.
 Her best friend served as maid of honor and the rest of us were bridesmaids.
man of honor (US),
man of honour (UK)
n
(male who has acted nobly)έντιμος άνθρωπος επίθ + ουσ αρσ
 I know you're a man of honor; you wouldn't stab your enemy in the back.
matron of honor (US),
matron of honour (UK)
n
(chief bridesmaid)-
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντιστοιχία με τους ελληνικούς γάμους. Ο πιο κοντινός όρος/ρόλος είναι «κουμπάρα».
 Victoria was the matron of honour at her best friend's wedding.
point of honor (US),
point of honour (UK)
n
(matter that determines respect)θέμα τιμής, ζήτημα τιμής φρ ως ουσ ουδ
roll of honor (US),
roll of honour (UK)
n
(list of heroes)κατάλογος πεσόντων, κατάλογος ηρωικώς πεσόντων φρ ως ουσ αρσ
  λίστα πεσόντων φρ ως ουσ θηλ
 Soldiers killed during the First World War have been commemorated in a roll of honour.
word of honor (pledge)ο λόγος της τιμής μου φρ ως ουσ αρσ
Your Honor (US),
Your Honour (UK)
n
(law: title to address judge)κύριε δικαστά έκφρ
  κύριε πρόεδρε έκφρ
 We find him guilty, Your Honour.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pass with honors στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pass with honors».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!